- επενεκτέος
- α, ον то, что необходимо внести;
επενεκτέαι τροποποιήσεις — необходимые поправки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επενεκτέαι τροποποιήσεις — необходимые поправки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επενεκτέος — ἐπενεκτέος, α, ον (AM) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσθέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τέος τού ρ. επιφέρω από το θέμα ενεγκ τού αορίστου: ήνεγκον, ενεγκείν*] … Dictionary of Greek